- άγγαρος ή αγγαρήιος
- (από την περσ. λέξη άγκαρ = αγγελιαφόρος, γραμματοφόρος). Στην Περσία ονομαζόταν έτσι o έφιππος ταχυδρόμος των βασιλικών παραγγελιών. Το όνομα αυτό είχε και o «εκ διαδοχής αγγελιαφόρος», που ήταν ταχυδρόμος με άλογο του δημοσίου που το αντικαθιστούσε στους διαδοχικούς σταθμούς (Σουίδ., Φώτ.). Ο Αισχύλος (Αγ. 282) χρησιμοποιεί την έκφραση «άγγαρον πυρ» για τον τρόπο που μεταβιβάζεται μια είδηση από έναν σταθμό σε άλλο με το άναμμα πυρσών.
Dictionary of Greek. 2013.